Σαν κλείσουν τα ματάκια μου
και σκεπαστώ με χώμα,
θα ξεχαστώ, αχ, απ’ τον ντουνιά
κι απ’ τους δικούς μου ακόμα.
Γι’ αυτό, ας μην γεννιόμουνα,
τον κόσμο να γνωρίσω,
αφού αργά ή γρήγορα
τα μάτια μου θα κλείσω.
Ακόμα και η αγάπη μου
κι αυτή θα με ξεχάσει,
θα κάνει πέτρα, πέτρα την καρδιά, αχ,
και άλλη θα αγκαλιάσει.
Γι’ αυτό, ας μην γεννιόμουνα,
τον κόσμο να γνωρίσω,
αφού αργά ή γρήγορα
τα μάτια μου θα κλείσω.
Μες στο φτωχό σπιτάκι μου
άλλη θα μπαινοβγαίνει,
αυτή θα έχει, θα έχει την χαρά,
αχ, κι εγώ στην γη θαμμένη.
Γι’ αυτό, ας μην γεννιόμουνα,
τον κόσμο να γνωρίσω,
αφού αργά ή γρήγορα
τα μάτια μου θα κλείσω.
|
San klisun ta matákia mu
ke skepastó me chóma,
tha ksechastó, ach, ap’ ton ntuniá
ki ap’ tus dikus mu akóma.
Gi’ aftó, as min genniómuna,
ton kósmo na gnoríso,
afu argá í grígora
ta mátia mu tha kliso.
Akóma ke i agápi mu
ki aftí tha me ksechási,
tha káni pétra, pétra tin kardiá, ach,
ke álli tha agkaliási.
Gi’ aftó, as min genniómuna,
ton kósmo na gnoríso,
afu argá í grígora
ta mátia mu tha kliso.
Mes sto ftochó spitáki mu
álli tha benovgeni,
aftí tha échi, tha échi tin chará,
ach, ki egó stin gi thamméni.
Gi’ aftó, as min genniómuna,
ton kósmo na gnoríso,
afu argá í grígora
ta mátia mu tha kliso.
|