Νύχτα κλεμμένη απ’ το χτες
κι η ανάσα μου στα χείλια σου απλώνει
δίδυμους πόθους και καημούς
και ραγισμένους στεναγμούς
κι η δίψα σου στα χείλια μου στεγνώνει.
Ένοχη νύχτα, μας κρατάς
στο μαγικό σου χάδι.
Ας μην ξημέρωνε ποτέ
το ένοχό μας βράδυ.
Νύχτα κλεμμένη απ’ το χτες,
στη γλάστρα μεθυσμένο το γεράνι,
μέσα στα δίχτυα τ’ αρμυρά
στριφογυρίζει, σπαρταρά
ο έρωτας της νύχτας πυροφάνι.
Ένοχη νύχτα, μας κρατάς
στο μαγικό σου χάδι.
Ας μην ξημέρωνε ποτέ
το ένοχό μας βράδυ.
|
Níchta klemméni ap’ to chtes
ki i anása mu sta chilia su aplóni
dídimus póthus ke kaimus
ke ragisménus stenagmus
ki i dípsa su sta chilia mu stegnóni.
Έnochi níchta, mas kratás
sto magikó su chádi.
As min ksimérone poté
to énochó mas vrádi.
Níchta klemméni ap’ to chtes,
sti glástra methisméno to geráni,
mésa sta díchtia t’ armirá
strifogirízi, spartará
o érotas tis níchtas pirofáni.
Έnochi níchta, mas kratás
sto magikó su chádi.
As min ksimérone poté
to énochó mas vrádi.
|