Παλεύουν στο σκοτάδι οι αναμνήσεις.
Η ψυχή μου συναντιέται με τις τύψεις.
Τέτοιες ώρες το μυαλό μου αναπολεί,
κάθε στιγμή που μοιραστήκαμε μαζί.
Στο παράθυρο μου στάζουνε οι σκέψεις,
μα δε χάνονται ούτε σβήνουν οι δυο λέξεις.
Και εγώ ψάχνω τη μορφή σου στο σκοτάδι,
όπως κάνω πια συνήθως κάθε βράδυ.
Μοιραίο το όνειρο μου θα παραμείνει,
σαν ένα πνεύμα ιερό που δε μ’ αφήνει.
Θα συνεχίσει να μου παίρνει το μυαλό,
και να με αφήνει κάθε βράδυ μοναχό.
Να νοσταλγώ, κάθε στιγμή,
κάθε στιγμή που μοιραστήκαμε μαζί.
Να αφουγκράζομαι τους ήχους της σιωπής,
μήπως γυρίσεις πάλι πίσω να με βρεις.
Και αναρωτιέμαι με τους ήχους της σιωπής,
μήπως γυρίσεις πάλι πίσω να με βρεις.
Παραμιλώ, αυτό το πάθος με ματώνει,
με εγκλωβίζει, με τρελαίνει, με σκοτώνει.
Ατέλειωτο μαρτύριο που με δαμάζει,
μία φωνή που το όνομα σου μου φωνάζει.
Σαν μια θηλιά που με πνίγει το άρωμα σου,
σαν εφιάλτης στα όνειρα μου η σκιά σου.
Με βασανίζει η θύμηση σου,
και αναζητώ όπως κάθε βράδυ τη μορφή σου.
Και απελπίζομαι, αφόρητα πονώ.
Δε θα σε βρω όσο πολύ και αν σε ποθώ.
Θα παραμείνω σιωπηλός και πικραμένος.
Όρθιος να στέκομαι μα στερημένος.
Και ενώ στο τζάμι συνεχίζουνε οι σκέψεις,
να γράφουν μάταια τις ίδιες πάντα λέξεις.
Εγώ κοιτώ μήπως σε βρω στο ουρανό,
και αν δε σε βρω και γι’ απόψε θα χαθώ.
Και αναρωτιέμαι με τους ήχους της σιωπής,
μήπως γυρίσεις πάλι πίσω να με βρεις.
|
Palevun sto skotádi i anamnísis.
I psichí mu sinantiéte me tis típsis.
Téties óres to mialó mu anapoli,
káthe stigmí pu mirastíkame mazí.
Sto paráthiro mu stázune i sképsis,
ma de chánonte ute svínun i dio léksis.
Ke egó psáchno ti morfí su sto skotádi,
ópos káno pia siníthos káthe vrádi.
Mireo to óniro mu tha paramini,
san éna pnevma ieró pu de m’ afíni.
Tha sinechísi na mu perni to mialó,
ke na me afíni káthe vrádi monachó.
Na nostalgó, káthe stigmí,
káthe stigmí pu mirastíkame mazí.
Na afugkrázome tus íchus tis siopís,
mípos girísis páli píso na me vris.
Ke anarotiéme me tus íchus tis siopís,
mípos girísis páli píso na me vris.
Paramiló, aftó to páthos me matóni,
me egklovízi, me treleni, me skotóni.
Atélioto martírio pu me damázi,
mía foní pu to ónoma su mu fonázi.
San mia thiliá pu me pnígi to ároma su,
san efiáltis sta ónira mu i skiá su.
Me vasanízi i thímisi su,
ke anazitó ópos káthe vrádi ti morfí su.
Ke apelpízome, afórita ponó.
De tha se vro óso polí ke an se pothó.
Tha paramino siopilós ke pikraménos.
Όrthios na stékome ma steriménos.
Ke enó sto tzámi sinechízune i sképsis,
na gráfun mátea tis ídies pánta léksis.
Egó kitó mípos se vro sto uranó,
ke an de se vro ke gi’ apópse tha chathó.
Ke anarotiéme me tus íchus tis siopís,
mípos girísis páli píso na me vris.
|