Μια βοσκοπούλα αγάπησα,
μιά ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονών αγόρι.
Μια μέρα που καθόμαστε
στα χόρτα τ’ ανθισμένα,
Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,
Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,
τρελαίνομαι για σένα.
Από τη μέση με άρπαξε,
με φίλησε στο στόμα
και μου’ πε Για αναστεναγμούς,
για της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.
Μεγάλωσα και την ζητώ…
άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ’ ορφανό…
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της
|
Mia voskopula agápisa,
miá zileméni kóri
ke tin agápisa polí
ímun alálito pulí,
déka chronón agóri.
Mia méra pu kathómaste
sta chórta t’ anthisména,
Máro, éna lógo tha su po,
Máro, tis ipa, se agapó,
trelenome gia séna.
Apó ti mési me árpakse,
me fílise sto stóma
ke mu’ pe Gia anastenagmus,
gia tis agápis tus kaimus
ise mikrós akóma.
Megálosa ke tin zitó…
állon zitá i kardiá tis
ke me ksechnái t’ orfanó…
Egó ómos den to lismonó
poté to fílimá tis
|