Σ’ έναν κόσμο αδειανό μόνη αισθάνομαι,
κι όποια πόρτα χτυπώ κλείνει και χάνομαι,
που τις νύχτες γυρνώ και σκορπίζομαι,
στου πιοτού τη ζάλη βυθίζομαι.
Μια γυναίκα μεθυσμένη ποιος καταλαβαίνει,
μια γυναίκα που `χει μείνει μόνη, προδομένη,
μια γυναίκα που αγαπάει και που νιώθει ξένη,
μια γυναίκα μεθυσμένη ποιος καταλαβαίνει.
Οι βραδιές μοναξιάς μοιάζουν με κόλαση,
να ξεχνώ με πιοτό το πήρα απόφαση,
σε λαθραίες χαρές ψάχνω εκτόνωση,
να ξεφύγω απ’ το χθες, απ’ την απόγνωση.
Μια γυναίκα μεθυσμένη ποιος καταλαβαίνει,
μια γυναίκα που `χει μείνει μόνη, προδομένη,
μια γυναίκα που αγαπάει και που νιώθει ξένη,
μια γυναίκα μεθυσμένη ποιος καταλαβαίνει.
|
S’ énan kósmo adianó móni esthánome,
ki ópia pórta chtipó klini ke chánome,
pu tis níchtes girnó ke skorpízome,
stu piotu ti záli vithízome.
Mia gineka methisméni pios katalaveni,
mia gineka pu `chi mini móni, prodoméni,
mia gineka pu agapái ke pu nióthi kséni,
mia gineka methisméni pios katalaveni.
I vradiés monaksiás miázun me kólasi,
na ksechnó me piotó to píra apófasi,
se lathrees charés psáchno ektónosi,
na ksefígo ap’ to chthes, ap’ tin apógnosi.
Mia gineka methisméni pios katalaveni,
mia gineka pu `chi mini móni, prodoméni,
mia gineka pu agapái ke pu nióthi kséni,
mia gineka methisméni pios katalaveni.
|