Μια μάνα που ‘χε ένα γιο,
μα ήταν λωλοπαρμένη
δεν είχε την υπομονή
για να το αναθρέψει,
και στην ποδιά της το ‘βαλε,
πάει να το ρεματίσει.
Στο δρόμο που επήγαινε,
στη στράτα που πηγαίνει
μια πέρδικα την απαντά,
μια πέρδικα της λέγει:
Μωρή σκύλα, μωρή άνομη,
μωρή μαριολεμένη,
εγώ έχω δεκαοχτώ πουλιά,
πάσχω να τ’ αναθρέψω
και συ έκανες χρυσόν υγιό,
πας να τον ρεματίσεις;
Και στην ποδιά της το ‘βαλε,
στο σπίτι της πηγαίνει
το έβαλε στην κούνια του,
το τραγουδά και λέει:
Γιε μου σαν γίνεις κυνηγός,
σαν γίνεις παλικάρι,
σαν ανταμώσεις πέρδικα,
να μην τηνε σκοτώσεις.
Η πέρδικα είναι η μάνα σου
κι εγώ η μητριά σου.
|
Mia mána pu ‘che éna gio,
ma ítan loloparméni
den iche tin ipomoní
gia na to anathrépsi,
ke stin podiá tis to ‘vale,
pái na to rematísi.
Sto drómo pu epígene,
sti stráta pu pigeni
mia pérdika tin apantá,
mia pérdika tis légi:
Morí skíla, morí ánomi,
morí marioleméni,
egó écho dekaochtó puliá,
páscho na t’ anathrépso
ke si ékanes chrisón igió,
pas na ton rematísis;
Ke stin podiá tis to ‘vale,
sto spíti tis pigeni
to évale stin kunia tu,
to tragudá ke léi:
Gie mu san ginis kinigós,
san ginis palikári,
san antamósis pérdika,
na min tine skotósis.
I pérdika ine i mána su
ki egó i mitriá su.
|