Μια Μεξικάνα, ονείρου ομορφιά
το νου τη σκέψη μου `χε κλέψει μια τρελή βραδιά
τα μάτια της λάμπαν γεμάτα φωτιά,
μια Μεξικάνα, ονείρου ομορφιά.
Χαμογελούσε γεμάτη ζωή
κι ενώ μιλούσε, με μεθούσε μια γλυκιά πνοή
και μέσα στη νύχτα, γεμάτοι φιλιά
αχ! Μεξικάνα, ονείρου ομορφιά.
Την αυγή χάθηκε σαν νεράιδα
στη ζωή μου δεν την ξανάειδα
και γυρίζω θλιμμένος τα βράδια
μες στα στενά του Μεξικού.
|
Mia Meksikána, oniru omorfiá
to nu ti sképsi mu `che klépsi mia trelí vradiá
ta mátia tis lában gemáta fotiá,
mia Meksikána, oniru omorfiá.
Chamogeluse gemáti zoí
ki enó miluse, me methuse mia glikiá pnoí
ke mésa sti níchta, gemáti filiá
ach! Meksikána, oniru omorfiá.
Tin avgí cháthike san neráida
sti zoí mu den tin ksanáida
ke girízo thlimménos ta vrádia
mes sta stená tu Meksiku.
|