Ανεβαίνουν στις ταράτσες
σαν καπνός οι έρωτες
και αφήνουν άδειες πιάτσες
νύχτες αξημέρωτες.
Ανεβαίνουν και κοιτάζουν
πού τελειώνει ο ορίζοντας
και υπόσχονται και τάζουν
σ’ όποιον ζει ελπίζοντας.
Βγαίνουν έξω στα μπαλκόνια
σαν παιδιά οι έρωτες
και αφήνουν πίσω χρόνια
σκέψεις αφανέρωτες.
Βγαίνουν έξω και κοιτάζουν
ποιος περνάει σφυρίζοντας
και υπόσχονται και τάζουν
περπατούν τρεκλίζοντας.
Κάνουν βόλτες στα σκοτάδια
σαν τους κλέφτες οι έρωτες
και αφήνουνε σημάδια
και καρδιές αμέρωτες.
Κάνουν βόλτες και γελάνε
μ’ όποιον τρέχει πίσω τους
κι όλο πίνουν και μεθάνε
κρύβονται στον ίσκιο τους.
|
Anevenun stis tarátses
san kapnós i érotes
ke afínun ádies piátses
níchtes aksimérotes.
Anevenun ke kitázun
pu telióni o orízontas
ke ipóschonte ke tázun
s’ ópion zi elpízontas.
Ogenun ékso sta balkónia
san pediá i érotes
ke afínun píso chrónia
sképsis afanérotes.
Ogenun ékso ke kitázun
pios pernái sfirízontas
ke ipóschonte ke tázun
perpatun treklízontas.
Kánun vóltes sta skotádia
san tus kléftes i érotes
ke afínune simádia
ke kardiés amérotes.
Kánun vóltes ke geláne
m’ ópion tréchi píso tus
ki ólo pínun ke metháne
krívonte ston ískio tus.
|