Φοβάμαι που νύχτωσε
τη νύχτα που πλημμύρισε
τα φώτα που χοροπηδάνε
τις αγάπες που γυρνάνε
όλες τριγύρω μου πετάνε.
Μία μία μια την σταματώ
τι να κάνω πες μου να πιαστώ.
Μία μία μια τηνε κρατώ
δεν μου λέει όμως το μυστικό.
Τον πόνο φοβήθηκα
και τον απαρνήθηκα
μαζί μου που ταξίδεψε,
την πληρωμή του γύρεψε
δε ρωτώ πως να πετώ,
άλλο χρέος δεν βαστώ.
|
Fováme pu níchtose
ti níchta pu plimmírise
ta fóta pu choropidáne
tis agápes pu girnáne
óles trigiro mu petáne.
Mía mía mia tin stamató
ti na káno pes mu na piastó.
Mía mía mia tine krató
den mu léi ómos to mistikó.
Ton póno fovíthika
ke ton aparníthika
mazí mu pu taksídepse,
tin pliromí tu girepse
de rotó pos na petó,
állo chréos den vastó.
|