Μία νότα που `χω ακούσει
η την είχα φανταστεί,
κρέμασε όλη τη ζωή μου
στο γκρεμό με μια κλωστή.
Μες στα μαύρα τα σκοτάδια
την γυρεύω σαν τρελός,
νιώθω πως χωρίς εκείνη
είμαι φάλτσος και τραυλός.
Μ’ απαρνήθηκαν οι πάντες,
φίλοι, μουσικοί, γνωστοί,
χαραμίστηκες μου λένε
για μια νότα σαν κλωστή.
Σε εκκλησιές, και καταγώγια,
σε γιαλούς και σε βουνά
διαλαλώ τον έρωτά μου
μα εκείνη πουθενά.
Νότα που `χει μαύρα μάτια
κι άχραντη σαν Παναγιά,
άσπρο δέρμα σαν το χιόνι
και κατάμαυρα μαλλιά.
Τι θα γίνω σαν την χάσω,
τι θα κάνω σαν την βρω;
Μία νότα μια γυναίκα,
της ζωής μου το νερό.
Σε εκκλησιές, σε καταγώγια,
σε γιαλούς και σε βουνά
διαλαλώ τον έρωτά μου
μα εκείνη πουθενά.
|
Mía nóta pu `cho akusi
i tin icha fantasti,
krémase óli ti zoí mu
sto gkremó me mia klostí.
Mes sta mavra ta skotádia
tin girevo san trelós,
niótho pos chorís ekini
ime fáltsos ke travlós.
M’ aparníthikan i pántes,
fíli, musiki, gnosti,
charamístikes mu léne
gia mia nóta san klostí.
Se ekklisiés, ke katagógia,
se gialus ke se vuná
dialaló ton érotá mu
ma ekini puthená.
Nóta pu `chi mavra mátia
ki áchranti san Panagiá,
áspro dérma san to chióni
ke katámavra malliá.
Ti tha gino san tin cháso,
ti tha káno san tin vro;
Mía nóta mia gineka,
tis zoís mu to neró.
Se ekklisiés, se katagógia,
se gialus ke se vuná
dialaló ton érotá mu
ma ekini puthená.
|