Ποια είν’ η διαφορά αν νιώθεις σαν εξόριστος στην πόλη σου
ή κάποιος που φοράει στολή σε διώχνει με την κάννη ενός όπλου.
Αν έχεις να του δείξεις μια ταυτότητα που ‘χεις στο πορτοφόλι σου
ή πρέπει ν’ απαντήσεις τι ακύρωσε το σήμα του απόπλου.
Μια πέτρα που κυλάει, θαρρείς με κυνηγάει, με σημαδεύει.
Γυρνώ, τη βλέπω πίσω μου κι αν στρίψω με προσμένει στη γωνία.
Σα στόμα που γελάει, που δίπλα μου περνάει, με κοροϊδεύει
κι αν πάλι μείνω σπίτι μου απ’ έξω περιμένει με μανία.
Ποιος είναι τελικά χαμένος από τούτο τον αγώνα
λαθραία πάλι έρχονται σαν πρόσφυγες ξανά τα όνειρά σου.
Στο τέλος θα το δεις, ο χρόνος μοιάζει με απατεώνα
που χαίρεται όταν καίγονται λιμάνια, οι σταθμοί και τα φτερά σου.
|
Pia in’ i diaforá an nióthis san eksóristos stin póli su
í kápios pu forái stolí se dióchni me tin kánni enós óplu.
An échis na tu diksis mia taftótita pu ‘chis sto portofóli su
í prépi n’ apantísis ti akírose to síma tu apóplu.
Mia pétra pu kilái, tharris me kinigái, me simadevi.
Girnó, ti vlépo píso mu ki an strípso me prosméni sti gonía.
Sa stóma pu gelái, pu dípla mu pernái, me koroidevi
ki an páli mino spíti mu ap’ ékso periméni me manía.
Pios ine teliká chaménos apó tuto ton agóna
lathrea páli érchonte san prósfiges ksaná ta ónirá su.
Sto télos tha to dis, o chrónos miázi me apateóna
pu cherete ótan kegonte limánia, i stathmi ke ta fterá su.
|