Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα
και ζει με, ό,τι, περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα
Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του
κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα
γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του
είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα
Βάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του
μετράει το ύψος του που πόντο πόντο χάνει
μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του
στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι
Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες
ξέρει αν μπορούσε θα κανε μία απ’ τα ίδια
αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες
|
Poté tu den katáfere na vgi se mia liakáda
ke zi me, ó,ti, períssepse apó éna skárto piima
ta priná sikónete me mia variá zaláda
ke léi pos ton ksípnise éna megálo kíma
Kremái tis afíses tu sta paráthirá tu
krívi to fos ma krívi ki óla t’ álla
giatí to móno pu lachtárise os láfirá tu
ine mia thálassa na ftáni os ti skála
Oázi simádia me stiló páno ston ticho tu
metrái to ípsos tu pu pónto pónto cháni
ma káthe vrádi ótan vgeni ap’ ton ípno tu
stékete órthios ke tripái to taváni
Ine pu onirevete pos fevgi gia taksídia
pos beni mésa se paliés fotografíes
kséri an boruse tha kane mía ap’ ta ídia
allá ti nóima échi to óniro chorís mikrés nothies
|