Είναι που τώρα τα πουλιά,
τώρα τα χελιδόνια
αποδημήσαν στ’ ουρανού τη μέσα γειτονιά.
Τώρα ο Χειμώνας θα κρατήσει
χίλια χρόνια
μέχρι στης Άνοιξης να λιώσει
τη φωλιά.
Μέχρι η ανάσα σου να γίνει περιστέρι
μέχρι να ανοίξει η αγκαλιά σου
σαν φτερό
θα είμαι σύννεφο κι εξατμισμένο αστέρι
βουνό εξόριστο στον άδειο ουρανό.
Κάπου μακριά είναι τ’ αλλού,
το πουθενά.
Κάπου προς τα εδώ
το τίποτα θα ζήσω.
Κι αν ούτε σπέρνουνε τ’ αηδόνια,
ούτε θερίζουν
είναι που στέκονται στο πιο ψηλό κλαδί
και μεταφράζουν την εικόνα που αντικρίζουν
σε δέντρο που είδε το Θεό και κελαηδεί.
Δε σε πιστεύω πια,
δε σε πιστεύω ακόμη
μ’ έχει κουράσει
της αλήθειας σου το φως.
Λίγη σκιά να βρω,
στα μάτια λίγη σκόνη
το παραμύθι μου να ζήσω ο φτωχός.
|
Ine pu tóra ta puliá,
tóra ta chelidónia
apodimísan st’ uranu ti mésa gitoniá.
Tóra o Chimónas tha kratísi
chília chrónia
méchri stis Άniksis na liósi
ti foliá.
Méchri i anása su na gini peristéri
méchri na aniksi i agkaliá su
san fteró
tha ime sínnefo ki eksatmisméno astéri
vunó eksóristo ston ádio uranó.
Kápu makriá ine t’ allu,
to puthená.
Kápu pros ta edó
to típota tha zíso.
Ki an ute spérnune t’ aidónia,
ute therízun
ine pu stékonte sto pio psiló kladí
ke metafrázun tin ikóna pu antikrízun
se déntro pu ide to Theó ke kelaidi.
De se pistevo pia,
de se pistevo akómi
m’ échi kurási
tis alíthias su to fos.
Lígi skiá na vro,
sta mátia lígi skóni
to paramíthi mu na zíso o ftochós.
|