Σ’ ένα γράμμα μου φίλε προχτές
δυο λογάκια κι αυτά πικραμένα
δεν σου το ‘στειλα ότι κι αν λες
θα στα πω μια φορά μαζεμένα.
Σε ρουφιάνους και αλχημιστές
δεν πουλάω αυτές τις αλήθειες
στα στιχάκια μου σκύψε και βρες
και τα λόγια μου κρύψε.
Κι έτσι μείναμε λίγοι αν θες
δίχως στέγη και κόμμα,
κάποιες μνήμες φυλάμε κρυφές
μην τις κάνουνε λιώμα.
Σε βιτρίνες και περιοδικά
θα κρεμάσουνε τα όνειρά μας,
στη δική τους φτηνή αγορά
φέρνει κέρδος μια τέτοια πραμάτεια.
Θα σου δίνουν τροφή και νερό,
σαν μαϊμού θα σε δείχνουν στο δρόμο,
σε σταυρώνουν λεπτό το λεπτό,
πριν τους πεις ’’μετανιώνω’’.
Κι έτσι μείναμε λίγοι αν θες
δίχως στέγη και κόμμα,
κάποιες μνήμες φυλάμε κρυφές
μην τις κάνουνε λιώμα.
|
S’ éna grámma mu fíle prochtés
dio logákia ki aftá pikraména
den su to ‘stila óti ki an les
tha sta po mia forá mazeména.
Se rufiánus ke alchimistés
den puláo aftés tis alíthies
sta stichákia mu skípse ke vres
ke ta lógia mu krípse.
Ki étsi miname lígi an thes
díchos stégi ke kómma,
kápies mnímes filáme krifés
min tis kánune lióma.
Se vitrínes ke periodiká
tha kremásune ta ónirá mas,
sti dikí tus ftiní agorá
férni kérdos mia tétia pramátia.
Tha su dínun trofí ke neró,
san maimu tha se dichnun sto drómo,
se stavrónun leptó to leptó,
prin tus pis ’’metanióno’’.
Ki étsi miname lígi an thes
díchos stégi ke kómma,
kápies mnímes filáme krifés
min tis kánune lióma.
|