Ήρθα στο σπίτι αυτό σαν βασιλιάς
κάποιος ψιθύρισε στ’ αυτί μου σαν αέρας
έκλεισε η πόρτα πίσω μου με μιας
σεντόνια φως που ξεδιπλώνει ο αχός της μέρας.
Κίνηση και φωνές, ατέλειωτες σιωπές, μια στάλα πόνος
σφραγίδα η αφορμή που μ’ απειλεί και με κινεί
ήταν πρωί κι ήταν φωτιά, σκέψη υγρή μου πλάθει ένα κορμί
ένα κορμί, μια φυλακή.
Η μάνα μου είναι αιτία, με κρατάει σφιχτά
στα γόνατά της γνέθει και κοιτάει μπροστά
μπροστά και πίσω ο φόβος μου ένας δρόμος
μου δείχνει αρχή, με πιάνει ταραχή και μένω μόνος.
Ήρθα στο σπίτι αυτό σαν βασιλιάς
κοίτα πως έχουμε ζεστάνει άγρια χρόνια
στέκομαι στο αέρα και γελάς
μακάριοι οι τρελοί, σ’ αιώνια διαδρομή κάτι μας λείπει.
|
Ήrtha sto spíti aftó san vasiliás
kápios psithírise st’ aftí mu san aéras
éklise i pórta píso mu me mias
sentónia fos pu ksediplóni o achós tis méras.
Kínisi ke fonés, atéliotes siopés, mia stála pónos
sfragida i aformí pu m’ apili ke me kini
ítan pri ki ítan fotiá, sképsi igrí mu pláthi éna kormí
éna kormí, mia filakí.
I mána mu ine etía, me kratái sfichtá
sta gónatá tis gnéthi ke kitái brostá
brostá ke píso o fóvos mu énas drómos
mu dichni archí, me piáni tarachí ke méno mónos.
Ήrtha sto spíti aftó san vasiliás
kita pos échume zestáni ágria chrónia
stékome sto aéra ke gelás
makárii i treli, s’ eónia diadromí káti mas lipi.
|