Φονιά, αγιογδύτη, αλήτη, σιχαμένο
ρεμάλι του μπορντέλου, μαυλιστή,
απ’ τις χοντρο Μαργκό σου μολεμένο
να κρατήσει το σάπιο σου κορμί
σχάθη ως και της κρεμάλας το σχοινί.
Όμως, θρεφτάρι εγώ της ηθικής,
υπογραμμός αστού νομοταγή,
αιστάνομαί σε εντός μου να αναζείς.
Βαριά απ’ το ριζικό σου χτυπημένο
ίσια στο βούρκο σ’ έριξε η ζωή.
Γιομάτο από πληγές, αρρωστημένο,
ίδιο αχαμνό ψωριάρικο σκυλί,
όλοι σε διώχναν. Μόνη στοργική
να σε δεχτεί η αγκαλιά της φυλακής.
Μ’ αυτήν την πίκρα μέσα στην ψυχή
αιστάνομαί σε εντός μου να αναζείς.
Μα εσύ, με κέφι αψύ, διαολεμένο,
με γλώσσα οξ’ απ’ το νόμο και ντροπή
το στίχο σου ξαπόλαες δουλεμένο
με δύναμη, φωτιά, ζωντάνια ωμή
πιο βαρύ κι από γρόθο στη σκληρή
τη μοίρα σου κατάμουτρα. Μ’ αυτής
της μάχης σου τα τρόπαια θριαμβευτή
αιστάνομαί σε εντός μου να αναζείς.
Πρίγκιπα του κριμάτου, μα ποιητή,
πατέρα εσύ της τέχνης της τρανής
που παίρνει ζωή απ’ τη φλόγα της ζωής,
οι στίχοι σου είναι πάντα σημερνοί.
Νόμου, τόπου και χρόνου νικητή,
αιστάνομαί σε εντός μου να αναζείς
|
Foniá, agiogdíti, alíti, sichaméno
remáli tu borntélu, mavlistí,
ap’ tis chontro Margkó su moleméno
na kratísi to sápio su kormí
scháthi os ke tis kremálas to schiní.
Όmos, threftári egó tis ithikís,
ipogrammós astu nomotagí,
estánome se entós mu na anazis.
Oariá ap’ to rizikó su chtipiméno
ísia sto vurko s’ érikse i zoí.
Giomáto apó pligés, arrostiméno,
ídio achamnó psoriáriko skilí,
óli se dióchnan. Móni storgikí
na se dechti i agkaliá tis filakís.
M’ aftín tin píkra mésa stin psichí
estánome se entós mu na anazis.
Ma esí, me kéfi apsí, diaoleméno,
me glóssa oks’ ap’ to nómo ke ntropí
to stícho su ksapólaes duleméno
me dínami, fotiá, zontánia omí
pio varí ki apó grótho sti sklirí
ti mira su katámutra. M’ aftís
tis máchis su ta trópea thriamveftí
estánome se entós mu na anazis.
Prígkipa tu krimátu, ma piití,
patéra esí tis téchnis tis tranís
pu perni zoí ap’ ti flóga tis zoís,
i stíchi su ine pánta simerni.
Nómu, tópu ke chrónu nikití,
estánome se entós mu na anazis
|