Ζω στη φεγγοβολὴ
που προχωράει
ολόγιομα είν’ τα χέρια μου
με πόθους
κι ο κόσμος είναι όμορφος πολύ
μοσχοβολάει.
Τα μάτια μου λιμπίστηκαν
τα δέντρα
τα δέντρα που γιομίσανε ελπίδες
και ντύθηκαν την πράσινη στολή
Το λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ’ ολόδροσο χαλί
κι απ’ το φεγγίτη με καλεί
στις πράσινες νησίδες.
Κι ούτε μυρίζομαι τα φάρμακα
τ’ αναρρωτήριο πια δε μου βρωμάει
θ’ ανοίξουν τα γαρούφαλα
η ώρα η καλή
Τι τάχα αν είσαι φυλακή;
Να μη λυγάς
|
Zo sti fengovolὴ
pu prochorái
ológioma in’ ta chéria mu
me póthus
ki o kósmos ine ómorfos polí
moschovolái.
Ta mátia mu libístikan
ta déntra
ta déntra pu giomísane elpídes
ke ntíthikan tin prásini stolí
To liócharo dromáki prochorái
s’ olódroso chalí
ki ap’ to fengiti me kali
stis prásines nisídes.
Ki ute mirízome ta fármaka
t’ anarrotírio pia de mu vromái
th’ aniksun ta garufala
i óra i kalí
Ti tácha an ise filakí;
Na mi ligás
|