Ήρθε ξημέρωμα και κλαίει
Με δυο δάκρυα μου λέει
Θέλει να φύγει
Δεν μου ‘χε δώσει αφορμή
Πως κάτι τέτοιο ξαφνικά θα μου συμβεί
Μες το μυαλό μου όλα θολά
Χτυπάει κόκκινο η καρδιά κι ας αντιδράει
Έχει μαυρίσει ο ουρανός
Έχει δακρύσει κι ο Θεός
Δεν μ’ αγαπάει
Να σου πω,
Με δυο λέξεις με τελείωσε φίλε
Να σου πω
Πως ακόμα την αγαπώ
Τελικά πού θα πάει
Ποιον θα βρει να αγαπάει
Με ξεπέρασε λέει και τα βράδια γυρνάει
Ίσως έκανα λάθος
Που την πίστεψα φίλε και εγώ
Μόνο εγώ
Ήταν μέσα στη βροχή ξυπόλητη
Και μονάχη σ’ όνειρο ζούσε
Είναι η βραδιά μου Γολγοθάς
Την ρώτησα “Που θες να πας”
|
Ήrthe ksiméroma ke klei
Me dio dákria mu léi
Théli na fígi
Den mu ‘che dósi aformí
Pos káti tétio ksafniká tha mu simvi
Mes to mialó mu óla tholá
Chtipái kókkino i kardiá ki as antidrái
Έchi mavrísi o uranós
Έchi dakrísi ki o Theós
Den m’ agapái
Na su po,
Me dio léksis me teliose fíle
Na su po
Pos akóma tin agapó
Teliká pu tha pái
Pion tha vri na agapái
Me ksepérase léi ke ta vrádia girnái
Ίsos ékana láthos
Pu tin pístepsa fíle ke egó
Móno egó
Ήtan mésa sti vrochí ksipóliti
Ke monáchi s’ óniro zuse
Ine i vradiá mu Golgothás
Tin rótisa “Pu thes na pas”
|