Με πιάνει η τρέλα το πρωί
και ο καημός τα βράδια,
που μου ‘χεις βγάλει την ψυχή,
με όλα αυτά τα νάζια.
Έστρωσα μαγικό χαλί,
μαζί σου να πετάξω,
άναψες μ’ ένα σου φιλί,
φωτιά για να σε κάψω.
Να ‘χα μια καρδιά ακόμα,
μες τ’ ατέλειωτο σου σώμα.
Τη φωτιά σου ν’ ανταμώσει
και αγάπη να μου δώσει.
Να ‘χα κι ένα ποτηράκι,
να γεμίσω με φαρμάκι,
να το πίνω “άσπρο πάτο”,
που με κάνεις άνω κάτω.
Κοίτα με λίγο να χαρείς,
να πεις πως δεν αντέχεις,
μαζί μου θέλεις να καείς,
ξοπίσω μου να τρέχεις.
Με δυο σταλιές Ανατολή,
τη Δύση θα στολίσω,
ν’ αναστενάξει όλη η γη,
στην τρέλα να μεθύσω.
|
Me piáni i tréla to pri
ke o kaimós ta vrádia,
pu mu ‘chis vgáli tin psichí,
me óla aftá ta názia.
Έstrosa magikó chalí,
mazí su na petákso,
ánapses m’ éna su filí,
fotiá gia na se kápso.
Na ‘cha mia kardiá akóma,
mes t’ atélioto su sóma.
Ti fotiá su n’ antamósi
ke agápi na mu dósi.
Na ‘cha ki éna potiráki,
na gemíso me farmáki,
na to píno “áspro páto”,
pu me kánis áno káto.
Kita me lígo na charis,
na pis pos den antéchis,
mazí mu thélis na kais,
ksopíso mu na tréchis.
Me dio staliés Anatolí,
ti Dísi tha stolíso,
n’ anastenáksi óli i gi,
stin tréla na methíso.
|