Τη μέρα που σε χώριζα
του κήπου η αρμπαρόριζα
αρώματα σκορπούσε
Μα η ζωή μυστήρια
μετρούσε τα αργύρια
αυτού που σε πουλούσε
Κάπου στα Νέα Λιόσια
για πεντακόσια γρόσια
σε πρόδωσα κι ας ήξερα
το πόσο θα μου λείψεις
Έτσι είναι τα παλιόπαιδα
πουλιούνται σαν οικόπεδα
πουλιούνται σαν οικόπεδα
κι ύστερα νιώθουν τύψεις
Την ώρα που σε χώριζα
το αίσθημά δεν όριζα
τους όρκους δεν κρατούσα
Κι από μακριά φαινότανε
ο κόσμος να καιγότανε
ότι θα σε πουλούσα
Κάπου στα Νέα Λιόσια
για πεντακόσια γρόσια
σε πρόδωσα κι ας ήξερα
το πόσο θα μου λείψεις
Έτσι είναι τα παλιόπαιδα
πουλιούνται σαν οικόπεδα
πουλιούνται σαν οικόπεδα
κι ύστερα νιώθουν τύψεις
|
Ti méra pu se chóriza
tu kípu i arbaróriza
arómata skorpuse
Ma i zoí mistíria
metruse ta argiria
aftu pu se puluse
Kápu sta Néa Liósia
gia pentakósia grósia
se pródosa ki as íksera
to póso tha mu lipsis
Έtsi ine ta paliópeda
puliunte san ikópeda
puliunte san ikópeda
ki ístera nióthun típsis
Tin óra pu se chóriza
to esthimá den óriza
tus órkus den kratusa
Ki apó makriá fenótane
o kósmos na kegótane
óti tha se pulusa
Kápu sta Néa Liósia
gia pentakósia grósia
se pródosa ki as íksera
to póso tha mu lipsis
Έtsi ine ta paliópeda
puliunte san ikópeda
puliunte san ikópeda
ki ístera nióthun típsis
|