Έπεσε τ’ όνειρο νεκρό κάτω στο χώμα
πάνω στα βλέφαρα, η αγρύπνια μου βαραίνει
Με πόση πίκρα μου φαρμάκωσες το στόμα
ήσουν η ελπίδα, ζωή αγαπημένη
Σε πήρα τρυφερά σαν το λουλούδι
σ’ έκλεισα στης καρδιάς την αγκαλιά
σ’ έκανα στα χείλη μου τραγούδι
μα μου το πήρανε της νύχτας τα πουλιά
Έμοιαζες μ’ όνειρο, με χάρτινο αητό
κι εγώ ξετύλιγα κουβάρι απ’ την ελπίδα
μα εσύ δε μ’ ένοιωσες κι αυτό ήταν αρκετό
να μείνει ανάμνηση η μέρα που σε είδα.
|
Έpese t’ óniro nekró káto sto chóma
páno sta vléfara, i agrípnia mu vareni
Me pósi píkra mu farmákoses to stóma
ísun i elpída, zoí agapiméni
Se píra triferá san to luludi
s’ éklisa stis kardiás tin agkaliá
s’ ékana sta chili mu tragudi
ma mu to pírane tis níchtas ta puliá
Έmiazes m’ óniro, me chártino aitó
ki egó ksetíliga kuvári ap’ tin elpída
ma esí de m’ énioses ki aftó ítan arketó
na mini anámnisi i méra pu se ida.
|