Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω
πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο,
νιώθω μυστήρια ταραχή,
και φεύγω αμέσως από κει.
Νιώθω σαν κάτι κοριτσάκια,
που `χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια
αν δε σας φαίνεται μελό,
το εαυτό μου αντιπαθώ.
Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου,
και προπαντός όταν μου μοιάζουν,
όλα εκείνα π’ αγαπώ,
είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν.
Και προσπαθώ ν’ αποκριθώ,
με κάτι φθόγγους που δεν βγαίνουν,
κι όλο λέω, τέλειωσα, τραγούδια πια δε βρίσκω,
και να που πάλι βγάζω δίσκο.
Μου φέρνουν ζάλη οι συγχορδίες
και ημικρανία οι ομοιοκαταληξίες,
και μ’ εκνευρίζει αυτή η φωνή,
που όσο πάει κι εξασθενεί.
Οι εμπνεύσεις μου είναι γλωσσοδέτες,
νιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες,
που οδηγήσαν μια γενιά
στα πιο βαθιά χαζουμουρητά.
Κι όλο βουλιάζω στο νανούρισμα
κάποιας αόρατης μαράκας
κι όλοι μου οι φίλοι απορούν,
τι κάνει ετούτος, ο μαλάκας.
Τι να σας πω, είναι τρελό,
μα έβαλα ωράριο εργασίας,
όπως κάνουν όλοι οι συνάδελφοι με πείρα
συγγνώμη που τους αποπήρα.
Λένε πως άμα προσπαθήσεις,
Θα ‘ρθει ο καιρός που θ’ ανοιχτείς και θα πλουτίσεις
σε μένα δε συμβαίνει αυτό,
και στο μηδέν ξαναγυρνώ.
Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη,
κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι
τόσο γλυκούτσικοι κι αχνοί,
στη θερινή σας τη στολή.
Κι οι μπάντες παίζουν το τραγούδι σας
που τα κενά μας συμπληρώνει
κι ο ουρανός που αιμορραγεί,
στα πεύκα εκεί μας αθωώνει.
Θα `ταν τρελό να προσπαθώ,
αυτόν τον άνεμο να εκφράσω
με τα φαναράκια του μου αρκεί να γειτονέψω
βγάζω τα τραπεζάκια μου έξω.
|
Mes sta diskádika ótan vrísko
pelátes ágnostus n’ akun dikó mu dísko,
niótho mistíria tarachí,
ke fevgo amésos apó ki.
Niótho san káti koritsákia,
pu `chune sírmata sta dóntia í spirákia
an de sas fenete meló,
to eaftó mu antipathó.
Den ta ipoféro ta tragudia mu,
ke propantós ótan mu miázun,
óla ekina p’ agapó,
in’ allonón ki alliós fantázun.
Ke prospathó n’ apokrithó,
me káti fthóngus pu den vgenun,
ki ólo léo, téliosa, tragudia pia de vrísko,
ke na pu páli vgázo dísko.
Mu férnun záli i sigchordíes
ke imikranía i omiokataliksíes,
ke m’ eknevrízi aftí i foní,
pu óso pái ki eksastheni.
I ebnefsis mu ine glossodétes,
niótho sichná san tus trigiro skinothétes,
pu odigísan mia geniá
sta pio vathiá chazumuritá.
Ki ólo vuliázo sto nanurisma
kápias aóratis marákas
ki óli mu i fíli aporun,
ti káni etutos, o malákas.
Ti na sas po, ine treló,
ma évala orário ergasías,
ópos kánun óli i sinádelfi me pira
singnómi pu tus apopíra.
Léne pos áma prospathísis,
Tha ‘rthi o kerós pu th’ anichtis ke tha plutísis
se ména de simveni aftó,
ke sto midén ksanagirnó.
Ma beni i ániksi stin póli,
ki ap’ t’ anichtó leoforio mu feneste óli
tóso glikutsiki ki achni,
sti theriní sas ti stolí.
Ki i bántes pezun to tragudi sas
pu ta kená mas sibliróni
ki o uranós pu emorragi,
sta pefka eki mas athoóni.
Tha `tan treló na prospathó,
aftón ton ánemo na ekfráso
me ta fanarákia tu mu arki na gitonépso
vgázo ta trapezákia mu ékso.
|