Είχε μια φίλη η μάνα μου ψηλή κυπαρισσένια
απ’ τα χωριά της θάλασσας, τη λέγανε Νερένια
μικρά καράβια κένταγε και τα `ριχνε στο κύμα
μετά καθόταν κι έπιανε του τραγουδιού το νήμα
Θάλασσα μου μολυβένια
έχε τα παιδιά μας έννοια
τ’ αρμενάκια θάλασσα
θάλασσα παντάνασσα.
Είχε μια φίλη η μάνα μου από αφρό κι αρμύρα
που ήξερε και διάβαζε των γυναικών τη μοίρα
καθόταν τ’ απογεύματα και μακριά κοιτούσε
παλιούς σκοπούς θυμότανε και σιγοτραγουδούσε
Θάλασσά μου μολυβένια
Έχε τα παιδιά μας έννοια
τ’ αρμενάκια θάλασσα
θάλασσα παντάνασσα
|
Iche mia fíli i mána mu psilí kiparissénia
ap’ ta choriá tis thálassas, ti légane Nerénia
mikrá karávia kéntage ke ta `richne sto kíma
metá kathótan ki épiane tu tragudiu to níma
Thálassa mu molivénia
éche ta pediá mas énnia
t’ armenákia thálassa
thálassa pantánassa.
Iche mia fíli i mána mu apó afró ki armíra
pu íksere ke diávaze ton ginekón ti mira
kathótan t’ apogevmata ke makriá kituse
palius skopus thimótane ke sigotraguduse
Thálassá mu molivénia
Έche ta pediá mas énnia
t’ armenákia thálassa
thálassa pantánassa
|