Νόμιζα πως με κοιτούσε με σωστή ματιά
μα σε άλλο κόσμο ζούσε κι έγινε η ζημιά.
Νόμιζα πως χέρι χέρι θα πηγαίναμε,
σε δικό μας καλοκαίρι θ’ αλητεύαμε.
Αυγουστιάτικα μελτέμια μου `χε υποσχεθεί
μ’ απ’ τα όνειρα κανένα δεν έχει σωθεί.
Ένα ψέμα δεν αντέχει όσο κι αν κρυφτεί,
όταν ο Σεπτέμβρης βρέχει χάνεται η γιορτή.
Νόμιζα πως στην αγάπη οι καρδιές πετάν,
όμως δε μετρά η αγάπη αν δε ζεις το παν,
Νόμιζα πως θα μου μάθει τι θα πει ζωή,
μα ήταν αίνιγμα το βράδυ, γρίφος το πρωί.
|
Nómiza pos me kituse me sostí matiá
ma se állo kósmo zuse ki égine i zimiá.
Nómiza pos chéri chéri tha pigename,
se dikó mas kalokeri th’ alitevame.
Avgustiátika meltémia mu `che iposchethi
m’ ap’ ta ónira kanéna den échi sothi.
Έna pséma den antéchi óso ki an krifti,
ótan o Septémvris vréchi chánete i giortí.
Nómiza pos stin agápi i kardiés petán,
ómos de metrá i agápi an de zis to pan,
Nómiza pos tha mu máthi ti tha pi zoí,
ma ítan enigma to vrádi, grífos to pri.
|