Όπως πετάς το χαλικάκι σου στη λίμνη
κι ανοίγει κύκλους στο νερό,
έρχεται η θύμησή σου και με βρίσκει
εδώ και κάμποσο καιρό.
Το χαλικάκι θα βουλιάξει,
θα πάει ίσια στο βυθό,
μα εγώ θα μείνω λίγο ακόμα
στους κύκλους να σε ακολουθώ.
Όταν με πιάνει η νοσταλγία
κάνω την απουσία σου γιορτή,
πιάνω κοντήλι και μελάνι
και βασανίζω το χαρτί.
Δε γράφω τίποτα σπουδαίο
που αξίζει να διηγηθώ,
έτσι ξεκαίω τον καημό μου,
ρίχνω τα λάθη στο θυμό μου
κι από μακριά σ’ ακολουθώ.
Δε θέλωνα γυρίσεις πίσω
έτσι σε νιώθω πιο κοντά,
πουλί που ανοίγει τα φτερά του
θέλει ουρανό για να πετά.
Δε θέλω να γυρίσεις πίσω
έτσι σε νιώθω πιο κοντά,
να έρχεσαι μόνο κάπου κάπου,
νύχτες που αστράφτει και βροντά.
Δε θέλω να γυρίσεις πίσω.
Δε θέλω να γυρίσεις πίσω.
|
Όpos petás to chalikáki su sti límni
ki anigi kíklus sto neró,
érchete i thímisí su ke me vríski
edó ke káboso keró.
To chalikáki tha vuliáksi,
tha pái ísia sto vithó,
ma egó tha mino lígo akóma
stus kíklus na se akoluthó.
Όtan me piáni i nostalgia
káno tin apusía su giortí,
piáno kontíli ke meláni
ke vasanízo to chartí.
De gráfo típota spudeo
pu aksízi na diigithó,
étsi ksekeo ton kaimó mu,
ríchno ta láthi sto thimó mu
ki apó makriá s’ akoluthó.
De thélona girísis píso
étsi se niótho pio kontá,
pulí pu anigi ta fterá tu
théli uranó gia na petá.
De thélo na girísis píso
étsi se niótho pio kontá,
na érchese móno kápu kápu,
níchtes pu astráfti ke vrontá.
De thélo na girísis píso.
De thélo na girísis píso.
|