Σε λάθος πλοίο επιβάτης
και στην κουκέτα τ’ όνομά της.
Μασάει χρυσάνθεμα και δυόσμο
και βλέπει ανάποδα τον κόσμο.
Μεθάει σε βρώμικα λιμάνια
με λιποτάκτες και χαρμάνια.
Σε θαλασσόπετρες πλαγιάζει
και με τ’ αστέρια κουβεντιάζει.
Κι η μάνα του στις ρεματιές
ανάβει στα νερά φωτιές.
Μέσα στης τρέλας του τη φιέστα
απ’ τη ζωή ζητάει τα ρέστα.
Πέφτουνε ντόμινο τα πλάνα,
τον βρίσκει η νύχτα σε μια αλάνα.
Έξω απ’ το σώμα του πετάει
και στους αιθέρες περπατάει.
Στο λίβα της και στο βαρδάρη,
στον ήλιο της και στο φεγγάρι.
Κι η μάνα του στις ρεματιές
ανάβει στα νερά φωτιές.
|
Se láthos plio epivátis
ke stin kukéta t’ ónomá tis.
Masái chrisánthema ke diósmo
ke vlépi anápoda ton kósmo.
Methái se vrómika limánia
me lipotáktes ke charmánia.
Se thalassópetres plagiázi
ke me t’ astéria kuventiázi.
Ki i mána tu stis rematiés
anávi sta nerá fotiés.
Mésa stis trélas tu ti fiésta
ap’ ti zoí zitái ta résta.
Péftune ntómino ta plána,
ton vríski i níchta se mia alána.
Έkso ap’ to sóma tu petái
ke stus ethéres perpatái.
Sto líva tis ke sto vardári,
ston ílio tis ke sto fengári.
Ki i mána tu stis rematiés
anávi sta nerá fotiés.
|