Ντροπή, ονειροπόλε μου εαυτέ,
πως σαγηνεύτηκες,
μωρέ, από της σάρκας τη φωτιά.
Ντροπή, όσα σου είπε η ψυχή,
τα έκρυβες μέσα στη γη
και αυτά κοιμήθηκαν βαριά.
Μα αν είν’ η ντροπή αληθινή
δεν είναι αργά για ανατροπή,
δεν είναι αργά.
Έχω και αναγεννηθεί
μέσα απ’ τον εξευτελισμό
και τον χαμό.
Ζωή, δώσε μου χέρι να πιαστώ
και στρώμα για να κοιμηθώ,
γιατί είμαι άυπνος καιρό.
Ζωή, πώς έπλεξες τη μοίρα αυτή,
από ποιο δάκρυ, ποια κλωστή
και ποιας βελόνας το θυμό.
|
Ntropí, oniropóle mu eafté,
pos sagineftikes,
moré, apó tis sárkas ti fotiá.
Ntropí, ósa su ipe i psichí,
ta ékrives mésa sti gi
ke aftá kimíthikan variá.
Ma an in’ i ntropí alithiní
den ine argá gia anatropí,
den ine argá.
Έcho ke anagennithi
mésa ap’ ton ekseftelismó
ke ton chamó.
Zoí, dóse mu chéri na piastó
ke stróma gia na kimithó,
giatí ime áipnos keró.
Zoí, pós éplekses ti mira aftí,
apó pio dákri, pia klostí
ke pias velónas to thimó.
|