Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.
Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του `χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.
|
Protomagiá
me to sugiá
charáksan to fengiti
ke mia vradiá
san ta theriá
se píran ap’ to spíti.
Ki éna pri se mia goniá stin Kokkiniá
ida to bógia na perná ke to foniá
gireva chrónia mes ston kósmo na ton vro
ma perpatuse me to cháro sto plevró.
Nin ke ai
mes sti zoí
se icha araksovóli
ma mian avgí
sti mavri gi
se sóriase to vóli.
Ki éna pri se mia goniá stin Kokkiniá
ida to bógia to listí ke to foniá
tu `chane dési sto lemó tu mia trichiá
ke tu patágan to kefáli san ochiá.
|