Στο ντάλα μεσημέρι στην Ιερά οδό
μέσα σε καφενείο είδα τον ξαποδό
με μια μαϊμού παρέα και ένα μπάντζο
με ένα χέρι μόνο στο άλλο γάντζο
και η μαϊμού χορεύει μινουέτο
κι ο ξαποδός της παίζει ριγολέτο,
έχουν φωνή αγγέλου πρίμα σεκόντα
και η μαϊμού γελάει σαν την Τζοκόντα.
Ο ξαποδός μοιράζει φιλιά αβέρτα
μα φάνηκε η ουρά του κάτω απ’ τη μπέρτα
Τους βλέπει ο αστυνόμος ζητάει διαβατήριο
χτυπιέται η Τζοκόντα: “Άσε τον κύριο.
Άσε τον καβαλιέρο κυρ πολιτσμάνε,
χωρίς αυτόν ο βίος μου αχ, μαύρος θα ‘ναι”.
Κι ο πόλισμαν τους έβαλε τιμωρία
να πάνε στο Αιγάλεω εξορία.
Του λεν’ ευχαριστίες πρίμα σεκόντα
και κείνη τον φιλάει αχ, σαν τη Τζοκόντα
και το ζευγάρι μ’ ένα ταξί παμπάλαιο
στο ντάλα μεσημέρι πάει στο Αιγάλεω.
Ωχ!
|
Sto ntála mesiméri stin Ierá odó
mésa se kafenio ida ton ksapodó
me mia maimu paréa ke éna bántzo
me éna chéri móno sto állo gántzo
ke i maimu chorevi minuéto
ki o ksapodós tis pezi rigoléto,
échun foní angélu príma sekónta
ke i maimu gelái san tin Tzokónta.
O ksapodós mirázi filiá avérta
ma fánike i urá tu káto ap’ ti bérta
Tus vlépi o astinómos zitái diavatírio
chtipiéte i Tzokónta: “Άse ton kírio.
Άse ton kavaliéro kir politsmáne,
chorís aftón o víos mu ach, mavros tha ‘ne”.
Ki o pólisman tus évale timoría
na páne sto Egáleo eksoría.
Tu len’ efcharistíes príma sekónta
ke kini ton filái ach, san ti Tzokónta
ke to zevgári m’ éna taksí pabáleo
sto ntála mesiméri pái sto Egáleo.
Och!
|