Πέφτει το σκληρό το βράδυ, κατεβαίνει το σκοτάδι
και μου κόβονται τα πόδια και η αναπνοή.
Σβήνω του σπιτιού τα φώτα, διπλομάνταλο στην πόρτα
και στα γόνατα μου πέφτω για την προσευχή.
Σε όποια γη σε πιάσει η νύχτα, νυχτοπαίδι μου.
Να `χεις την πνοή μου ασπίδα και μαχαίρι μου.
Να μετρούν τα βήματα σου, άγγελων φτερά
και τα μαύρα κρίματα σου να πετάξουν σαν πουλιά, γρήγορα μακριά.
Πέφτει το σκληρό το βράδυ, κατεβαίνει το σκοτάδι
κι έχω το παλιό σου γράμμα, μαξιλάρι μου.
Τίποτα άλλο πια δεν έχω, να ξυπνώ ακόμα αντέχω
με τη ζωντανή σου εικόνα για φεγγάρι μου.
|
Péfti to skliró to vrádi, kateveni to skotádi
ke mu kóvonte ta pódia ke i anapnoí.
Svíno tu spitiu ta fóta, diplomántalo stin pórta
ke sta gónata mu péfto gia tin prosefchí.
Se ópia gi se piási i níchta, nichtopedi mu.
Na `chis tin pnoí mu aspída ke macheri mu.
Na metrun ta vímata su, ángelon fterá
ke ta mavra krímata su na petáksun san puliá, grígora makriá.
Péfti to skliró to vrádi, kateveni to skotádi
ki écho to palió su grámma, maksilári mu.
Típota állo pia den écho, na ksipnó akóma antécho
me ti zontaní su ikóna gia fengári mu.
|