Κάποιος σε σκοτώνει
Κάποιος σου γελά
Κάποιος σε γλιτώνει
μες απ’ τη φωτιά
Κι όπως ξημερώνει
κάποιος σε ξυπνά
Το όνειρο τελειώνει
κι όλα είναι γνωστά
Μα είν’ ένας άγνωστος στην πόρτα και χτυπάει
Και περιμένει να του ανοίξεις μόνο εσύ
Είν’ ένας άγνωστος εκεί και σου ζητάει
Να βγεις να παίξετε οι δυο σας στην αυλή
Δίπλα σου κοιμάται
Δίπλα σου ξυπνά
Ντύνεται, φοβάται
Και δε σου μιλά
Άγνωστος και ξένος
σκύβει, σε φιλά
Πάντα αγαπημένος
Πάντα μακριά
Είν’ ένας άγνωστος στην πόρτα και χτυπάει
Και περιμένει να του ανοίξεις μόνο εσύ
Είν’ ένας άγνωστος εκεί και σου ζητάει
Να βγεις να παίξετε οι δυο σας στην αυλή
|
Kápios se skotóni
Kápios su gelá
Kápios se glitóni
mes ap’ ti fotiá
Ki ópos ksimeróni
kápios se ksipná
To óniro telióni
ki óla ine gnostá
Ma in’ énas ágnostos stin pórta ke chtipái
Ke periméni na tu aniksis móno esí
In’ énas ágnostos eki ke su zitái
Na vgis na peksete i dio sas stin avlí
Dípla su kimáte
Dípla su ksipná
Ntínete, fováte
Ke de su milá
Άgnostos ke ksénos
skívi, se filá
Pánta agapiménos
Pánta makriá
In’ énas ágnostos stin pórta ke chtipái
Ke periméni na tu aniksis móno esí
In’ énas ágnostos eki ke su zitái
Na vgis na peksete i dio sas stin avlí
|