Εχτές το βράδυ που περνούσες βιαστική
ντυμένη μέσα στο βελούδινο παλτό σου
έναν αλήτη δεν επρόσεξες πιο κει
που ζητιάνευε ένα χαμόγελό σου
Έναν αλήτη ποιος τον προσέχει
αλήτης είναι, ψυχή δεν έχει
έναν αλήτη ποιος τον προσέχει
αλήτης είναι, ψυχή δεν έχει
Ήταν καλύτερα να μην τον είχες δει
σ’ αυτό το χάλι μου, αλήτη, στα κουρέλια
μπορεί να μου `δειχνες για μια στγμή στοργή
κι ύστερα, ίσως, και να έβαλες τα γέλια
|
Echtés to vrádi pu pernuses viastikí
ntiméni mésa sto veludino paltó su
énan alíti den eprósekses pio ki
pu zitiáneve éna chamógeló su
Έnan alíti pios ton proséchi
alítis ine, psichí den échi
énan alíti pios ton proséchi
alítis ine, psichí den échi
Ήtan kalítera na min ton iches di
s’ aftó to cháli mu, alíti, sta kurélia
bori na mu `dichnes gia mia stgmí storgí
ki ístera, ísos, ke na évales ta gélia
|