Ανίκητο σε φώναζαν
στην πόλη που σε γνώριζαν
αδέρφι του αγέρωχου Γαζή
και είχες τα πιστόλια σου
κρυμμένα στα κουρέλια σου,
μεγάλωσες μα έμεινες παιδί.
Δεν έκρυβες τη φτώχεια σου
και μέσα απ’ την υπόγα σου
μιλούσες για μια νέα εποχή
και μεις που σ’ αγαπήσαμε
ποτέ μας δεν ρωτήσαμε
γιατί κι εσύ κατέβηκες στη γη.
Αδέρφια σου χαθήκανε,
οι φίλοι δεν κρατήσανε
κι εσύ γυρίζεις φλόγα μοναχή.
Μην κλαις και μην οδύρεσαι
το ξέρω πως αμύνεσαι
καθώς πυροβολάνε τη ζωή.
Απ’ το όνειρό μας πιάνεσαι
και μες στη νύχτα χάνεσαι
ελπίδες έχεις γίνει το πρωί,
στον τοίχο που σε διάβαζα
τα λόγια σου λογάριαζα
που έγραφες αγάπα τη ζωή
|
Aníkito se fónazan
stin póli pu se gnórizan
adérfi tu agérochu Gazí
ke iches ta pistólia su
krimména sta kurélia su,
megáloses ma émines pedí.
Den ékrives ti ftóchia su
ke mésa ap’ tin ipóga su
miluses gia mia néa epochí
ke mis pu s’ agapísame
poté mas den rotísame
giatí ki esí katévikes sti gi.
Adérfia su chathíkane,
i fíli den kratísane
ki esí girízis flóga monachí.
Min kles ke min odírese
to kséro pos amínese
kathós pirovoláne ti zoí.
Ap’ to óniró mas piánese
ke mes sti níchta chánese
elpídes échis gini to pri,
ston ticho pu se diávaza
ta lógia su logáriaza
pu égrafes agápa ti zoí
|