Χρόνια και χρόνια
με τυραννάει
κι ούτε μια στάλα
δεν με πονάει
γιατί;
Και ζω κοντά του
μες τη μιζέρια
χειμώνες τώρα
και καλοκαίρια
γιατί;
Και με βαριέται
και μ’άλλες πάει
και μου τα παίρνει
και με χτυπάει
γιατί;
Μα τον λατρεύω
κι είναι το φως μου
γιατί είναι βλέπεις
ο άνθρωπός μου
Δεν είναι γόης
δεν είναι ωραίος
και κολυμπάει
μέσα στο χρέος
γιατί;
κι ένα κοστούμι
μονάχα έχει
που το φοράει
χιονίζει βρέχει
γιατί;
κι όλο τα πίνει
κι όλο τα σπάει
κι όλο σε μένα
μετά ξεσπάει
γιατί;
Δε μου μιλάει
για το φεγγάρι
κι ένα λουλούδι
δε μου `χει πάρει
γιατί;
Μονάχα πίκρες
μου `χει χαρίσει
ποτέ δε μου `χει
γλυκομιλήσει
γιατί;
Ποτέ δε μου `χει
χαμογελάσει
κι ο έρωτάς του
μ’ έχει γεράσει
γιατί;
|
Chrónia ke chrónia
me tirannái
ki ute mia stála
den me ponái
giatí;
Ke zo kontá tu
mes ti mizéria
chimónes tóra
ke kalokeria
giatí;
Ke me variéte
ke m’álles pái
ke mu ta perni
ke me chtipái
giatí;
Ma ton latrevo
ki ine to fos mu
giatí ine vlépis
o ánthropós mu
Den ine góis
den ine oreos
ke kolibái
mésa sto chréos
giatí;
ki éna kostumi
monácha échi
pu to forái
chionízi vréchi
giatí;
ki ólo ta píni
ki ólo ta spái
ki ólo se ména
metá ksespái
giatí;
De mu milái
gia to fengári
ki éna luludi
de mu `chi pári
giatí;
Monácha píkres
mu `chi charísi
poté de mu `chi
glikomilísi
giatí;
Poté de mu `chi
chamogelási
ki o érotás tu
m’ échi gerási
giatí;
|