Στο παρθένο σου δάσος φοβάμαι να μπω
με τσιγάρο αναμμένο και τέτοιο καιρό
αγριεύει ο αέρας, χρυσόμαλλο δέρας
μπορεί να με φας πριν σου πω σ’ αγαπώ
Απ’ τη μέση του δρόμου σου τηλεφωνώ
μόνο θάλασσα βλέπω εδώ κι ουρανό
στις μικρές αχιβάδες φωτάκια χιλιάδες
μα…που είναι το φως μου το αληθινό;
Επιστρέφω σ’ εσένα ξανά σαν τρελή
να σε δω που θα βγαίνεις την ανατολή
Βασιλιά της καρδιάς μου κι απ’ το τατουάζ μου
εσύ με πονάς και με καις πιο πολύ.
|
Sto parthéno su dásos fováme na bo
me tsigáro anamméno ke tétio keró
agrievi o aéras, chrisómallo déras
bori na me fas prin su po s’ agapó
Ap’ ti mési tu drómu su tilefonó
móno thálassa vlépo edó ki uranó
stis mikrés achivádes fotákia chiliádes
ma…pu ine to fos mu to alithinó;
Epistréfo s’ eséna ksaná san trelí
na se do pu tha vgenis tin anatolí
Oasiliá tis kardiás mu ki ap’ to tatuáz mu
esí me ponás ke me kes pio polí.
|