Τον ελέγαν Δημητράκη, όταν ορφανό παιδάκι
μετανάστευσε για την Αμερική,
τώρα Τζιμ τονε φωνάζουν και το χρήμα του θαυμάζουν
που απόκτησε δουλεύοντας εκεί.
Μα ο Τζιμ δε λησμονάει το χωριό,
και τους χτίζει εκκλησία και σχολειό,
και δακρύζει σαν θυμάται τη Μαριώ,
που την άφησε με την καρδιά στα δυο.
Κάποτε τ’ αποφασίζει, στην πατρίδα του γυρίζει
την καημένη τη Μαριώ να παντρευτεί,
μα στον Πειραιά σαν φθάνει, η Μαριώ έχει πεθάνει,
και παθαίνει στο παπόρι συγκοπή.
Μα ο Τζιμ δε λησμονάει το χωριό,
και τους χτίζει εκκλησία και σχολειό,
μα κι εκείνοι τάφο του `φτιαξαν για δυο
να κοιμάται αγκαλιά με τη Μαριώ.
|
Ton elégan Dimitráki, ótan orfanó pedáki
metanástefse gia tin Amerikí,
tóra Tzim tone fonázun ke to chríma tu thafmázun
pu apóktise dulevontas eki.
Ma o Tzim de lismonái to chorió,
ke tus chtízi ekklisía ke scholió,
ke dakrízi san thimáte ti Marió,
pu tin áfise me tin kardiá sta dio.
Kápote t’ apofasízi, stin patrída tu girízi
tin kaiméni ti Marió na pantrefti,
ma ston Pireá san ftháni, i Marió échi petháni,
ke patheni sto papóri sigkopí.
Ma o Tzim de lismonái to chorió,
ke tus chtízi ekklisía ke scholió,
ma ki ekini táfo tu `ftiaksan gia dio
na kimáte agkaliá me ti Marió.
|