Ο δικός μου Θεός
δε μυρίζει λιβάνι,
δεν φοράει στεφάνι
κι έχει μαύρα μαλλιά.
Στέκει φάρος λευκός
στο μικρό μου λιμάνι
λούζει φως το κορμί μου
και με παίρνει αγκαλιά.
Ο δικός μου Θεός
δε χωράει σε εικόνες,
δε χωράει σε κανόνες,
δεν φοράει χρυσά.
Είν’ το φέγγος του μόνο
που φωτίζει χειμώνες
η ζεστή του ανάσα
όταν έξω φυσά.
Ο δικός μου Θεός
έχει κάρβουνα μάτια
και δυο ολόλευκα άτια
με αγγέλων φτερά.
Αν τη νύχτα κοιτάξεις
του ουρανού τα σημάδια
θα μας δεις να πετάμε
με τα χέρια ανοιχτά.
Ο δικός μου Θεός
αγαπάει το γέλιο,
αγαπάει το χρώμα,
αγαπάει τη βροχή.
Τόνε βρίσκω στη θάλασσα,
στης βροχής τη σταγόνα.
Τόνε ψάχνω σε σένα
που έχεις χρόνια χαθεί..
|
O dikós mu Theós
de mirízi liváni,
den forái stefáni
ki échi mavra malliá.
Stéki fáros lefkós
sto mikró mu limáni
luzi fos to kormí mu
ke me perni agkaliá.
O dikós mu Theós
de chorái se ikónes,
de chorái se kanónes,
den forái chrisá.
In’ to féngos tu móno
pu fotízi chimónes
i zestí tu anása
ótan ékso fisá.
O dikós mu Theós
échi kárvuna mátia
ke dio olólefka átia
me angélon fterá.
An ti níchta kitáksis
tu uranu ta simádia
tha mas dis na petáme
me ta chéria anichtá.
O dikós mu Theós
agapái to gélio,
agapái to chróma,
agapái ti vrochí.
Tóne vrísko sti thálassa,
stis vrochís ti stagóna.
Tóne psáchno se séna
pu échis chrónia chathi..
|