Στο ταβερνάκι του Φανούρη,
στ’ απάγκιο κάτω στο μουράγιο,
δίπλα απ’ της θάλασσας τον άγιο
είχε καρτούτσα και γιορτή.
Τραγούδι, γέλιο, καλαμπούρι,
παράδεισος για την παρέα
ώρες μ΄ανέκδοτα τ΄Αντρέα
νύχτες μ΄αστεία του Κωστή.
Κάτω απ΄τη σκάλα ένα βράδυ
ξάπλωσ΄ο γερο-ταβερνιάρης
απόξω χιόνιζε ο Γενάρης,
έρημη νύχτα στο στενό.
Την άλλη μέρα το Φανούρη
τον βρήκαν να κοιτά τ’ αστέρια
με το σαντούρι του στα χέρια
να τραγουδά στον ουρανό…
|
Sto tavernáki tu Fanuri,
st’ apágkio káto sto murágio,
dípla ap’ tis thálassas ton ágio
iche kartutsa ke giortí.
Tragudi, gélio, kalaburi,
parádisos gia tin paréa
óres m΄anékdota t΄Antréa
níchtes m΄astia tu Kostí.
Káto ap΄ti skála éna vrádi
ksáplos΄o gero-taverniáris
apókso chiónize o Genáris,
érimi níchta sto stenó.
Tin álli méra to Fanuri
ton vríkan na kitá t’ astéria
me to santuri tu sta chéria
na tragudá ston uranó…
|