Ένας φαντάρος χόρευε
στην άκρη της ταβέρνας
μ’ ένα καημό που θα μπορούσε
να `χει ο καθένας.
Εσύ κρατούσες τα κλειδιά
και μ’ άφηνες απ’ έξω,
ακόμα ένα μαρτύριο
που θα `πρεπε ν’ αντέξω.
Όσους τραυμάτισε η ζωή
τους θεραπεύει η νύχτα
με δυνατά ζεϊμπέκικα
παυσίπονα στην πίκρα.
Ένα φεγγάρι έγερνε
και μ’ άγγιζε στον ώμο
μες στο βαθύ σκοτάδι σου
μου φώτιζε τον δρόμο.
Μονολογούσα κι έλεγα
πως τέλειωσαν τ’ αστεία
πως δε θα ξαναζήσω πια
μια τέτοια απελπισία.
Όσους τραυμάτισε η ζωή
τους θεραπεύει η νύχτα
με δυνατά ζεϊμπέκικα
παυσίπονα στην πίκρα.
|
Έnas fantáros chóreve
stin ákri tis tavérnas
m’ éna kaimó pu tha boruse
na `chi o kathénas.
Esí kratuses ta klidiá
ke m’ áfines ap’ ékso,
akóma éna martírio
pu tha `prepe n’ antékso.
Όsus trafmátise i zoí
tus therapevi i níchta
me dinatá zeibékika
pafsípona stin píkra.
Έna fengári égerne
ke m’ ángize ston ómo
mes sto vathí skotádi su
mu fótize ton drómo.
Monologusa ki élega
pos téliosan t’ astia
pos de tha ksanazíso pia
mia tétia apelpisía.
Όsus trafmátise i zoí
tus therapevi i níchta
me dinatá zeibékika
pafsípona stin píkra.
|