Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται:
“Είμαι ότι δεν έζησα, είμαι η βροχή που θα `ρθει
να δροσίσει άγνωστων γυναικών το κορμί.
Βράδυ στα κρεβάτια τους πως στενάζουν ξαναμμένες
ποιος Σαμάνος έφερε τούτη τη βροχή…”
Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται:
“Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ότι έχει ζήσει
είμαι ένας μικρός θεός, είμαι ένα στοιχιό.
Πάνω από το αίμα του αύριο εδώ την ίδια ώρα
ερπετά θα σέρνονται όπως κάνω κι εγώ…”
Το τελευταίο τσιγάρο κι εκείνο σκέφτεται:
“Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν
ο καιρός θα χάνεται ώσπου κάποιο απ’ αυτά
θα φωνάξει “Λιμπερτά!” κι όπως θα κοιτάει τις κάνες
θα βρεθώ στα χείλη του σαν τσιγάρο ξανά…”
|
O Fortíno Samáno kapnízi ke skéftete:
“Ime óti den ézisa, ime i vrochí pu tha `rthi
na drosísi ágnoston ginekón to kormí.
Orádi sta krevátia tus pos stenázun ksanamménes
pios Samános éfere tuti ti vrochí…”
O stratiótis me t’ óplo simadevi ke skéftete:
“Me mia kínisi aplí tha tu klépso óti échi zísi
ime énas mikrós theós, ime éna stichió.
Páno apó to ema tu avrio edó tin ídia óra
erpetá tha sérnonte ópos káno ki egó…”
To telefteo tsigáro ki ekino skéftete:
“Tha gino gélio na kriftó se pediá pu ksefantónun
o kerós tha chánete óspu kápio ap’ aftá
tha fonáksi “Libertá!” ki ópos tha kitái tis kánes
tha vrethó sta chili tu san tsigáro ksaná…”
|