Ανέβηκε στα κεραμίδια
Η καρδιά μου κι έκλαιγε
Όπως τις νύχτες κλαίνε οι γάτοι
Το μπλουζ του ανθρώπου
Του κάθε ανθρώπου έλεγε
Με το κασκέτο ενός εργάτη
Ωγιέ ωγιέ ωγιέ ωιγέ
Σ’ένα άδειο πιάτο εμαγιέ
Ωγιέ ωγιέ ωγιέ ωγιέ
Θα φάω το γάλα μου
Βρε χρόνε κυνηγέ
Θα φάω τη νύχτα μου
βρε χρόνε κυνηγέ
Παράθυρα την ίδια ώρα
Που κι απόψε σβήσατε
Τη μαύρη βόλτα μου όπως κάνω
Στο τενεκάκι του έρωτά μου
Κοίτα τι μ’ αφήσατε
Αυτό που αξίζει σε ζητιάνο
|
Anévike sta keramídia
I kardiá mu ki éklege
Όpos tis níchtes klene i gáti
To bluz tu anthrópu
Tu káthe anthrópu élege
Me to kaskéto enós ergáti
Ogié ogié ogié igé
S’éna ádio piáto emagié
Ogié ogié ogié ogié
Tha fáo to gála mu
Ore chróne kinigé
Tha fáo ti níchta mu
vre chróne kinigé
Paráthira tin ídia óra
Pu ki apópse svísate
Ti mavri vólta mu ópos káno
Sto tenekáki tu érotá mu
Kita ti m’ afísate
Aftó pu aksízi se zitiáno
|