Α, η νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείναις ταις στιγμαίς και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.
Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πως φεύγει και διαλύεται βιαστική
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, παν τα σπίτια, παν τα φώτα
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.
|
A, i níchtes tu Genári aftunu,
pu káthome ke ksanaplátto me ton nu
ekines tes stigmes ke s’ antamóno,
ki akuo ta lógia mas ta teleftea ki akuo ta próta.
Apelpisménes níchtes tu Genári aftunu,
san fevg’ i optasía ke m’ afíni móno.
Pos fevgi ke dialíete viastikí
páne ta déndra, páne i drómi, pan ta spítia, pan ta fóta
svíni ke chánet’ i morfí su i erotikí.
|