Παππούλη μου Αργακινέ, παππού μου Κυπριώτη
που τα ποτάμια κίνησες, την άμμο και την πέτρα
και τα ‘κανες πορτοκαλιές, λεμονανθούς και φύλλα
και τη γενιά σου χόρτασες από αρχοντιά κι αγάπη
Πήρες για μόνη πληρωμή της προσφυγιάς το δρόμο
παππούλη της παλικαριάς και λεβεντοχατζή μου
πώς να μπορέσω εγώ, ο μικρός, το μπόι σου να γράψω;
Θ’ αρπάξω το λαούτο μου και τέτοια θα σού παίξω
που να σκιρτήσεις σαν παιδί και το χορό ν’ αρχίσεις
ν’ ανιστορείς την προσφυγιά και τ’ άδικο της ζήσης
|
Pappuli mu Argakiné, pappu mu Kiprióti
pu ta potámia kínises, tin ámmo ke tin pétra
ke ta ‘kanes portokaliés, lemonanthus ke fílla
ke ti geniá su chórtases apó archontiá ki agápi
Píres gia móni pliromí tis prosfigiás to drómo
pappuli tis palikariás ke leventochatzí mu
pós na boréso egó, o mikrós, to bói su na grápso;
Th’ arpákso to lauto mu ke tétia tha su pekso
pu na skirtísis san pedí ke to choró n’ archísis
n’ anistoris tin prosfigiá ke t’ ádiko tis zísis
|