Όσες μανούλες έχετε
παιδιά ξενιτεμένα
τον πόνο μου τον ξέρετε
τον ξέρετε, κλάφτε μαζί με μένα.
Έχω λεβέντη έχω γιο
που έχω χρόνια,
χρόνια να τον δω.
Έφυγε πήγε μακριά
στης γης της άλλην άκρη
ρήμαξε το σπιτάκι μου,
σπιτάκι μου και πνίγομαι στο δάκρυ.
Έχω λεβέντη έχω γιο
που έχω χρόνια,
χρόνια να τον δω.
Ποιος ξέρει άραγε θα ‘ρθει,
ποιος ξέρει θα γυρίσει
απ’ την πλανεύτρα ξενιτιά,
την ξενιτιά τον έχει ξεμυαλίσει.
Έχω λεβέντη έχω γιο
που έχω χρόνια,
χρόνια να τον δω.
|
Όses manules échete
pediá kseniteména
ton póno mu ton ksérete
ton ksérete, kláfte mazí me ména.
Έcho levénti écho gio
pu écho chrónia,
chrónia na ton do.
Έfige píge makriá
stis gis tis állin ákri
rímakse to spitáki mu,
spitáki mu ke pnígome sto dákri.
Έcho levénti écho gio
pu écho chrónia,
chrónia na ton do.
Pios kséri árage tha ‘rthi,
pios kséri tha girísi
ap’ tin planeftra ksenitiá,
tin ksenitiá ton échi ksemialísi.
Έcho levénti écho gio
pu écho chrónia,
chrónia na ton do.
|