Ήρθε το πρωί και είμαι μόνη,
πίνω το καφέ μου τον πικρό,
ρίχνω τα χαρτιά και με σκοτώνει
που σε βγάζουν ψεύτη και δειλό.
Στον καφέ διαβάζω τα σημάδια
και τη μοίρα ψάχνω στα τυφλά.
Στο φλιτζάνι η ζωή μου άδεια,
στο πιατάκι κρύφτηκες ξανά.
Έτσι όπως καίει στα χείλια ο καφές μου
θέλω να καείς που πήρες τις χαρές μου.
Έτσι όπως πέφτει κάτω το φλιτζάνι
θρύψαλα να γίνουν όσα σου `χω κάνει.
Σύννεφα βαριά και κλεισμένοι όλοι οι δρόμοι,
ντάμα στην κοψιά την αγάπη μας σκοτώνει.
Το φλιτζάνι γράφει μαύρο τέλος
σε μια μπερδεμένη ρουφηξιά.
Βλέπω μια καρδιά και ένα βέλος
δίχως τα δικά μου αρχικά.
|
Ήrthe to pri ke ime móni,
píno to kafé mu ton pikró,
ríchno ta chartiá ke me skotóni
pu se vgázun psefti ke diló.
Ston kafé diavázo ta simádia
ke ti mira psáchno sta tiflá.
Sto flitzáni i zoí mu ádia,
sto piatáki kríftikes ksaná.
Έtsi ópos kei sta chilia o kafés mu
thélo na kais pu píres tis charés mu.
Έtsi ópos péfti káto to flitzáni
thrípsala na ginun ósa su `cho káni.
Sínnefa variá ke klisméni óli i drómi,
ntáma stin kopsiá tin agápi mas skotóni.
To flitzáni gráfi mavro télos
se mia berdeméni rufiksiá.
Olépo mia kardiá ke éna vélos
díchos ta diká mu archiká.
|