Είν’ ο καιρός σκέψη που σπάει
μάτι που ξενυχτάει, είναι φωνή που κλαίει.
Σαν συγγενής τρελός στη φυλακή
σαν μια ντροπή, κάτι που καίει.
Eίναι καιρός το σώμα αυτό που απορεί
που αδυνατεί και δεν νικάει
μες στο πηγάδι σαν κοιτάει
τραβάει τον εαυτό του και ρωτάει, και ρωτάει:
Ποια μυστικά μας έμαθε η σιωπή;
Ποιος τα πληρώνει αυτά; Ποιος μας κοιτά;
Ποιανού τροφή τα λόγια μας αυτά;
Ποιος μας κοιτά και δε μιλά;
Eίναι ο καιρός μακριά διαδρομή
ανάγκη μια στιγμή και πόνος ξένος.
Eίν’ η χαρά στα μάτια ενός παιδιού
το φως του φεγγαριού, το ναι του διπλανού.
Παράθυρο ο καιρός, λάγνος Θεός κι εχθρός.
|
In’ o kerós sképsi pu spái
máti pu ksenichtái, ine foní pu klei.
San singenís trelós sti filakí
san mia ntropí, káti pu kei.
Ine kerós to sóma aftó pu apori
pu adinati ke den nikái
mes sto pigádi san kitái
travái ton eaftó tu ke rotái, ke rotái:
Pia mistiká mas émathe i siopí;
Pios ta pliróni aftá; Pios mas kitá;
Pianu trofí ta lógia mas aftá;
Pios mas kitá ke de milá;
Ine o kerós makriá diadromí
anágki mia stigmí ke pónos ksénos.
In’ i chará sta mátia enós pediu
to fos tu fengariu, to ne tu diplanu.
Paráthiro o kerós, lágnos Theós ki echthrós.
|