Ο καπετάνιος που κανείς δεν είδε να σαλπάρει,
Μήτε ποτέ σε ξύλινο σκαρί να `χει σαλτάρει,
Στην προκυμαία στέκεται ακίνητος και μόνος
Σαν βενετσιάνικο οχυρό που το φυλά ο χρόνος
Κάτω απ’ το μαύρο του σκουφί, πάνω απ’ τ’ άσπρα γένια
Τα μάτια του σπινθίζουνε γαλάζια ηλεκτρισμένα
Στο βάθος του ορίζοντα τα χρώματα θαυμάζει
Και σαν μωρό π’ αφήνεται στο κρύο ανατριχιάζει
Έχει για πόδια άγκυρες βαριές και σιδερένιες
Που μες στο χώμα ρίζωσαν σαν νάρκες ξεχασμένες.
Και δεν κουνά, μήτε λογά ποτέ να ταξιδεύει
Του φτάνει που απ’ τη στεριά μπορεί να αγναντεύει
Μα σαν θα ‘ρθει το δειλινό που οι φάροι δε θ’ ανάψουν
Και μήτε γλάροι θα φανούν τραγούδια για να κράξουν
Το βάθος του ορίζοντα, των ουρανών το τέρμα
Που στου πελάγου χύνεται το τελευταίο ρέμα
Θα έρθουν και τον γέροντα γλυκά θα τον τυλίξουν
Και μ’ ότι αγάπησε βαθιά, για πάντα θα τον σμίξουν
|
O kapetánios pu kanis den ide na salpári,
Míte poté se ksílino skarí na `chi saltári,
Stin prokimea stékete akínitos ke mónos
San venetsiániko ochiró pu to filá o chrónos
Káto ap’ to mavro tu skufí, páno ap’ t’ áspra génia
Ta mátia tu spinthízune galázia ilektrisména
Sto váthos tu orízonta ta chrómata thafmázi
Ke san moró p’ afínete sto krío anatrichiázi
Έchi gia pódia ágkires variés ke siderénies
Pu mes sto chóma rízosan san nárkes ksechasménes.
Ke den kuná, míte logá poté na taksidevi
Tu ftáni pu ap’ ti steriá bori na agnantevi
Ma san tha ‘rthi to dilinó pu i fári de th’ anápsun
Ke míte glári tha fanun tragudia gia na kráksun
To váthos tu orízonta, ton uranón to térma
Pu stu pelágu chínete to telefteo réma
Tha érthun ke ton géronta gliká tha ton tilíksun
Ke m’ óti agápise vathiá, gia pánta tha ton smíksun
|