Το μόνο που μου απόμεινε ο κήπος στην ταράτσα
και τ’ αύριο που με πάει όπου θέλει
τα παιδικά μου όνειρα στον εικοστό αιώνα
πως να τα κάνω λέξεις και εικόνα.
Κλεισμένες μέσα στο γυαλί οι συμφορές του κόσμου
χτυπιούνται πάλι απόψε μ’ αγωνία
κι εγώ με σκέψη άλλων καιρών κατάρα κι ευλογία
με μοναξιές βαμμένες μ’ απορία.
Κι εσύ μιλάς συνέχεια και μόνο μ’ αριθμούς
κλείνεις τα μάτια και τ’ αυτιά δε θες να βλέπεις και ν’ ακούς.
Μέσα στα φώτα της γιορτής ξεχάστηκα ο καημένος
και εκείνο που με σώζει το ‘χω χάσει.
Στην πίσω πλευρά του κεφαλιού μου
υπάρχει η πρίζα του μυαλού μου
την βγάζω κι όλα ανάποδα γυρνάνε.
Κι εσύ μιλάς συνέχεια και μόνο μ’ αριθμούς
κλείνεις τα μάτια και τ’ αυτιά δε θες να βλέπεις και ν’ ακούς.
|
To móno pu mu apómine o kípos stin tarátsa
ke t’ avrio pu me pái ópu théli
ta pediká mu ónira ston ikostó eóna
pos na ta káno léksis ke ikóna.
Klisménes mésa sto gialí i simforés tu kósmu
chtipiunte páli apópse m’ agonía
ki egó me sképsi állon kerón katára ki evlogia
me monaksiés vamménes m’ aporía.
Ki esí milás sinéchia ke móno m’ arithmus
klinis ta mátia ke t’ aftiá de thes na vlépis ke n’ akus.
Mésa sta fóta tis giortís ksechástika o kaiménos
ke ekino pu me sózi to ‘cho chási.
Stin píso plevrá tu kefaliu mu
ipárchi i príza tu mialu mu
tin vgázo ki óla anápoda girnáne.
Ki esí milás sinéchia ke móno m’ arithmus
klinis ta mátia ke t’ aftiá de thes na vlépis ke n’ akus.
|