Στην άσφαλτο κουρσάρος
με καράβι τη μοτοσυκλέτα,
παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό.
Στα 18 σου έσπασες τα φρένα,
ταξιδεύεις για ταξίδια άλλα.
Κυκλοφοράς μονάχα φτιαγμένος,
ο κόσμος όλος χίλια κυβικά.
Είσαι αγριεμένος,
είσαι κουρασμένος,
έχεις τη ζωή στη σέλα σου γραμμένη.
Για κάποιο φόνο είσαι γεννημένος.
Από παρέες τριγυρισμένος,
δε τους φοβάσαι, δε σ’ αγαπούν.
Και η ζωή να περνάει λαθραία,
μα εσύ φοβάσαι,
φοβάσαι να κοιμηθείς
και το ταξίδι ξαναρχίζεις.
Το δάχτυλο στο φρένο κοκαλωμένο,
μια στάλα αίμα στο μπουφάν σου,
πλάϊ στα χίλια,
στα χίλια κυβικά σου,
πλάϊ στα χίλια κυβικά σου.
Μονάχος χάραμα,
χάραμα στη λεωφόρο
και περιμένεις ασθενοφόρο
από τις τρεις και δέκα σκοτωμένος…
|
Stin ásfalto kursáros
me karávi ti motosikléta,
pantiéra to bufán to plastikó.
Sta 18 su éspases ta fréna,
taksidevis gia taksídia álla.
Kikloforás monácha ftiagménos,
o kósmos ólos chília kiviká.
Ise agrieménos,
ise kurasménos,
échis ti zoí sti séla su gramméni.
Gia kápio fóno ise genniménos.
Apó parées trigirisménos,
de tus fováse, de s’ agapun.
Ke i zoí na pernái lathrea,
ma esí fováse,
fováse na kimithis
ke to taksídi ksanarchízis.
To dáchtilo sto fréno kokaloméno,
mia stála ema sto bufán su,
plái sta chília,
sta chília kiviká su,
plái sta chília kiviká su.
Monáchos chárama,
chárama sti leofóro
ke periménis asthenofóro
apó tis tris ke déka skotoménos…
|