Σ’ ένα σπίτι ρημαγμένο απ’ την ορφάνια,
ένας γέρος ασπρομάλλης σταματά.
Θέλει να μάθει για τους δικούς του,
γιατί είχε χρόνια στην ξενιτιά
χτυπάει την πόρτα..(τουκ τουκ τουκ)
Κι αμέσως βγαίνει κάποια κοπέλα, μαυροντυμένη,
δακρύζει ο γέρος, μόλις την βλέπει, και η κοπέλα τονε ρωτά
Ποιος είσαι εσύ, που με κοιτάς με μάτια δακρυσμένα;
ούτε μητέρα έχω εγώ, ούτε γνωστό κανένα
ούτε πατέρα γνώρισα γιατί έφυγε στα ξένα…
Τα μάτια μου κοπέλα μου, κι αν είναι δακρυσμένα,
είναι γιατί μου θύμισες κάτι απ’ τα περασμένα
πριν φύγω για τα ξένα.
Πες μου τι σου θυμίζω εγώ διαβάτη ασπρομάλλη,
είμαι μια κόρη ορφανή, κι ίσως να κάνεις λάθος;
έμοιαζα της μανούλας μου, που τη σκεπάζει ο τάφος
Παιδάκι μου πεντάρφανο
δε με θυμάσαι εμένα,
είμαι ο φτωχός πατέρας σου που γύρισε απ’ τα ξένα
και βρίσκω μόνο εσένα
|
S’ éna spíti rimagméno ap’ tin orfánia,
énas géros aspromállis stamatá.
Théli na máthi gia tus dikus tu,
giatí iche chrónia stin ksenitiá
chtipái tin pórta..(tuk tuk tuk)
Ki amésos vgeni kápia kopéla, mavrontiméni,
dakrízi o géros, mólis tin vlépi, ke i kopéla tone rotá
Pios ise esí, pu me kitás me mátia dakrisména;
ute mitéra écho egó, ute gnostó kanéna
ute patéra gnórisa giatí éfige sta kséna…
Ta mátia mu kopéla mu, ki an ine dakrisména,
ine giatí mu thímises káti ap’ ta perasména
prin fígo gia ta kséna.
Pes mu ti su thimízo egó diaváti aspromálli,
ime mia kóri orfaní, ki ísos na kánis láthos;
émiaza tis manulas mu, pu ti skepázi o táfos
Pedáki mu pentárfano
de me thimáse eména,
ime o ftochós patéras su pu girise ap’ ta kséna
ke vrísko móno eséna
|